ανοητος

ανοητος
    ἀνόητος
    ἀ-νόητος
    2
    1) неслыханный, небывалый HH.
    2) непостигаемый умом Plat.
    3) немыслящий Plat.
    4) неразумный, бессмысленный, безрассудный Her., Arph., Xen. etc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανοητος" в других словарях:

  • ἀνόητος — not thought on masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανόητος — η, ο (Α ἀνόητος, ον) 1. (για ανθρώπους) αστόχαστος, αυτός που δεν έχει μυαλό, δεν είναι σέ θέση να σκεφθεί ή να καταλάβει 2. (για λόγια ή πράξεις) ασύνετος, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος αρχ. 1. (παθ. σημ.) αυτός για τον οποίο δέν έγινε ή δεν μπορεί …   Dictionary of Greek

  • ανόητος — η, ο επίρρ. α μωρός, κουτός: Φάνηκα πολύ ανόητος που δέχτηκα να συνεργαστώ μαζί του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνοητότερον — ἀνόητος not thought on adverbial comp ἀνόητος not thought on masc acc comp sg ἀνόητος not thought on neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοητοτάτων — ἀνόητος not thought on fem gen superl pl ἀνόητος not thought on masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοητοτέρων — ἀνόητος not thought on fem gen comp pl ἀνόητος not thought on masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοητότατα — ἀνόητος not thought on adverbial superl ἀνόητος not thought on neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοητότατον — ἀνόητος not thought on masc acc superl sg ἀνόητος not thought on neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοήτω — ἀνόητος not thought on masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀνόητος not thought on masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοήτως — ἀνόητος not thought on adverbial ἀνόητος not thought on masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνόητον — ἀνόητος not thought on masc/fem acc sg ἀνόητος not thought on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»